- πρωτομαγιάτικος
- -η, -ο, Ν [πρωτομαγιά]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτομαγιά ή αυτός που γίνεται κατά την πρωτομαγιά (α. «πρωτομαγιάτικο στεφάνι» β. «πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση»).επίρρ...πρωτομαγιάτικα Νκατά την πρωτομαγιά.
Dictionary of Greek. 2013.